εἴω — εἰμί sum pres subj act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱῶι — εἰῷ , ἐάω suffer pres opt act 3rd sg (epic) εἰῷ , εἰάζω cry fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρωξείω — (Μ) επιθυμώ να κατατρώγω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατατρωξ τού κατατρώγω (πρβλ. μέλλ. κατα τρώξ ομαι + κατάλ. εφετικών ρημάτων είω (πρβλ. γελασ είω)] … Dictionary of Greek
κλαυσείω — (Α) κλαυσιώ*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ είω «επιθυμώ να πολεμήσω»)] … Dictionary of Greek
λεξείω — (Α) επιθυμώ να πω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικός ρηματ. τ., σχηματισμένος από το θ. τού μέλλοντος λεξ τού λέγω + επίθημα είω (πρβλ. πολεμησ είω)] … Dictionary of Greek
ναυμαχησείω — (Α) επιθυμώ να πολεμήσω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναυμάχησ τού ναυμαχώ (πρβλ. μέλλ. ναυμαχήσω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ είω «επιθυμώ να πολεμήσω»] … Dictionary of Greek
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… … Dictionary of Greek
θυσείω — (Α) επιθυμώ να θυσιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θύω (I) < θ. θύσ (πρβλ. μέλλ. θύσ ω) + κατάλ. εφετικών ρ. είω (πρβλ. εργα σείω, πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
ισχυριείω — ἰσχυριείω (Α) επιθυμώ να ισχυριστώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό ρ. τού τ. ἰσχυρίζομαι: ἰσχυρι είω < ἰσχυριοῦμαι, μέλλ. τού ἰσχυρίζομαι] … Dictionary of Greek